- σύγχορδος
- -ον, Α(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ-χορδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγχορδα — σύγχορδος in harmony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek